- τελοῦμαι
- τέλλωaccomplishfut ind mid 1st sg (attic epic doric)τελέωfulfilfut ind mid 1st sg (attic epic doric)τελέωfulfilpres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τελούμαι — τελούμαι, τελέστηκα, τετελεσμένος βλ. πίν. 78 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευσυντέλεστος — εὐσυντέλεστος, ον (Α) αυτὸς που συντελείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν τελούμαι] … Dictionary of Greek
ολιγανθρωπώ — ὀλιγανθρωπῶ, έω (ΑΜ) [ολιγάνθρωπος] (ενεργ. και μέσ.) είμαι ολιγάνθρωπος, τελούμαι από λίγους ανθρώπους («ἐὰν ἱερὰ ὀλιγανθρωπῆ» εάν οι θυσίες τελούνται από λιγότερους ιερείς από όσους πρέπει, πάπ.) … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek
τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… … Dictionary of Greek
τελώ — τέλεσα, τελέστηκα, (τε)τελεσμένος 1. μτβ., πραγματοποιώ, κάνω: Τελώ τους γάμους μου. 2. αμτβ., είμαι, βρίσκομαι: Τελεί προφυλακισμένος. 3. το μέσ., τελούμαι πραγματοποιούμαι, γίνομαι: Τελέστηκαν τα εγκαίνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)